- ὑπερβρύω
- ὑπερβρύω,A to be full to overflowing,
καρποῖς Luc.Rh.Pr.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποῖς Luc.Rh.Pr.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερβρύω — Α είμαι υπερπλήρης, έχω μεγάλη αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βρύω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek